Υπάρχουν ζητήματα στο πολιτικό μας σύστημα που θα ήταν πολύ ευκολότερο να επιλυθούν μέσα από ευρύτερες συνεννοήσεις. Οχι κατ’ ανάγκην όσα αφορούν τη διακυβέρνηση της χώρας, καθώς ως προς αυτό η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη. Επιμέρους ζητήματα, όμως, που επηρεάζουν τους δείκτες πολιτικής και θεσμικής εμπιστοσύνης, όπως η λειτουργία των θεσμών και του πολιτικού συστήματος, το κράτος δικαίου, ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ή άμυνας κ.ά., θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπίζονται μέσα σε ένα πλαίσιο συνεννοήσεων και συγκλίσεων και όχι τυφλών συγκρούσεων.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, ακούγεται περισσότερο ως ευχολόγιο. Η ίδια η φύση της πολιτικής είναι συγκρουσιακή. Οχι μόνο στη χώρα μας, αλλά παγκοσμίως και διαχρονικά. Κάθε αγώνας για εξουσία είναι σκληρός και γίνεται σκληρότερος όταν προστίθενται ιδεολογικές φορτίσεις, εμμονές κ.ά. Υπάρχουν ωστόσο χώρες όπου το πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού είναι κάπως πιο οριοθετημένο και κάποιες συνεννοήσεις ευκολότερες.
Η χώρα μας δεν είναι μία από αυτές. Οι γεμάτες εντάσεις ιστορικές διαιρετικές τομές, η παράδοση δημαγωγικού λαϊκισμού, ο «νοσηρός συναισθηματισμός» (όρος που είχε χρησιμοποιήσει κάποτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής) με τον οποίο ακόμη προσεγγίζουν αρκετοί πολίτες τα πολιτικά μας πράγματα, διαιωνίζουν μια πολιτική κουλτούρα μεγάλων εντάσεων και περιορισμένων συγκλίσεων.
Αυτή η πολιτική παράδοση έχει βαθιές ρίζες και σχετίζεται ακόμη και με τη διαδικασία συγκρότησης και ολοκλήρωσης του ελληνικού κράτους. Είναι επίσης αποτέλεσμα ενός πολιτικού συστήματος με ισχυρό δικομματισμό και έντονες παραταξιακές ταυτίσεις. Τα μεγάλα κόμματα είχαν τον ρόλο τους, τα μικρά τον δικό τους και όσες φορές προέκυψε η ανάγκη ευρύτερων συνεννοήσεων, ήταν απόρροια έκτακτων αναγκών και θεωρήθηκε περίπου ως «αναγκαίο κακό».
Εξ ου και η ελληνική πρωτοτυπία που έχουμε επισημάνει και παλαιότερα: ενώ στις περισσότερες χώρες τα περισσότερα μικρά κόμματα επιδιώκουν την κυβερνητική συμμετοχή τους, στη δική μας ξορκίζουν το ενδεχόμενο. Κατεβαίνουν στις εκλογές όχι για να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση, αλλά με την υπόσχεση να μη συγκυβερνήσουν!
Η αλήθεια είναι ότι πολλά εξ αυτών τρέμουν μην έχουν την τύχη των κομμάτων που διετέλεσαν μικροί εκλογικοί εταίροι στο παρελθόν και εξαϋλώθηκαν πολιτικά. Μια ανησυχία προφανώς βάσιμη. Ομως αυτό συνέβη ακριβώς λόγω της έλλειψης σχετικής πολιτικής κουλτούρας και επειδή δεν είχαν προετοιμάσει το κοινό τους για αυτό το ενδεχόμενο.
Σήμερα, όμως, το πώς τοποθετείται κάθε κόμμα στο ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον δεν σχετίζεται με κάποια ηθική ή αξιακή προτίμηση, αλλά με την ίδια την πολιτική πραγματικότητα.
Το κοινό που θέλει ένα μίνιμουμ συνεννοήσεων είναι μεγαλύτερο από αυτό που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, σε μια συγκυρία που επειδή η πολιτική σταθερότητα θεωρείται δεδομένη, η ευκολία των αφορισμών είναι μεγαλύτερη.
Η εικόνα του πολιτικού τοπίου μοιάζει παγιωμένη. Η Ν.Δ. προηγείται με διαφορά, αλλά απέχει αρκετά από το όριο της αυτοδυναμίας. Τα υπόλοιπα κόμματα απέχουν σημαντικά από τη διεκδίκηση της πρωτιάς. Συγκλίσεις και συνεννοήσεις μεταξύ κομμάτων δεν υπάρχουν σε κανένα επίπεδο, ούτε καν μεταξύ κομμάτων του ίδιου χώρου. Αντιθέτως υπάρχει τάση περαιτέρω κατακερματισμού με υπό εκκόλαψη κόμματα. Και όλο αυτό σε μια διεθνή συγκυρία όπου μια περίοδος παρατεταμένης αστάθειας θα μπορούσε να αποδειχθεί πολλαπλώς επικίνδυνη.
Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον κανένα κόμμα, μικρό ή μεγαλύτερο, δεν θα αποφύγει δυσάρεστες ερωτήσεις. Οι οποίες δεν θα τεθούν από τους αντιπάλους τους, αλλά από την ίδια την πραγματικότητα.
Για τη Ν.Δ. το ερώτημα θα είναι με ποιον θα επιδιώξει να συνεργαστεί αν δεν έχει αυτοδυναμία. Η απάντηση δεν είναι εύκολη καθώς, όποια και αν είναι, ίσως προκαλέσει διαρροές. Για το ΠΑΣΟΚ αν θα επιδιώξει προεκλογικές συνεργασίες προκειμένου να διεκδικήσει την πρώτη θέση και, αν όχι, τι θα κάνει μετεκλογικά αν δεν το πετύχει. Το ίδιο ερώτημα περί προεκλογικών συνεργασιών θα τεθεί και στο κόμμα Τσίπρα, ειδικά αν δεν είναι εκείνο στη δεύτερη θέση, καθώς και το αν θα συνεργαστεί με τα υπόλοιπα αριστερά κόμματα. Ολα, δε, τα μικρά κόμματα –Δεξιάς και Αριστεράς– θα δεχθούν το ερώτημα τι ρόλο θέλουν να έχουν και τι θα κάνουν το ποσοστό που θα λάβουν. Ερώτημα που δεν θα θέσουν ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας για να τους πιέσουν, αλλά η ίδια η πραγματικότητα, ειδικά αν το πολιτικό σκηνικό παραμένει όπως είναι σήμερα.
Οποιος δώσει λανθασμένες απαντήσεις υποτιμώντας την παράμετρο της κυβερνησιμότητας θα έχει πολιτικό κόστος. Το κοινό που θέλει ένα μίνιμουμ συνεννοήσεων ανησυχώντας στο ενδεχόμενο να μπει η χώρα σε περιπέτειες είναι μεγαλύτερο από αυτό που καταγράφουν οι τωρινές δημοσκοπήσεις, σε μια συγκυρία που επειδή η πολιτική σταθερότητα θεωρείται δεδομένη, η ευκολία των αφορισμών είναι μεγαλύτερη. Σε συνθήκες πραγματικής πολιτικής και εκλογικής πίεσης τα δεδομένα αλλάζουν ραγδαία.
Είναι σημαντικό συνεπώς τα ίδια τα κόμματα να μπουν από τώρα σε μια λογική ανάλυσης του πιθανού προεκλογικού τοπίου κάνοντας εγκαίρως τις αναγκαίες στρατηγικές επιλογές τους σε όλα τα επίπεδα.
Στο τέλος της ημέρας, εξάλλου, θα πρέπει για πολλούς να θεωρηθεί δεδομένο: είτε θα μάθουν να συνεννοούνται επειδή το θέλουν, είτε θα αναγκαστούν να το κάνουν σε περιόδους κρίσης και από την πίεση των γεγονότων. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση το κόστος και για τη χώρα και για τους ίδιους θα είναι μεγαλύτερο.
*O κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.
Το Pontosvoice.com (…τ’εμέτερον η λαλία) είναι μια ενημερωτική ιστοσελίδα που σκοπό έχει να ενημερώνει τον Ποντιακό κόσμο για όλα τα νέα που αφορούν τον Ποντιακό Ελληνισμό , δράσεις, εκδηλώσεις, ιστορικά ευρήματα, απόψεις. Είμαστε μια ανοιχτή ομάδα και είμαστε η φωνή όλων , μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας για ότι σας απασχολεί στο info@pontosvoice.com

Σχόλια